θεσπέσιος

θεσπέσιος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. 2. Καταγόταν από τη Νίκαια. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο μαζί με τους δύο αδελφούς του Ευστάθιο και Ανατόλιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Νοεμβρίου.
* * *
-ια, -ιο (ΑΜ θεσπέσιος, -ία, -ιον Α και -ος, -ον και επικ. και ιων. θηλ., -ίη)
(για καταστάσεις, πράξεις, πράγματα) αυτός που προέρχεται από τον θεό, θείος, θαυμάσιος («τέχνη θεσπέσια», Πλάτ.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η θεσπεσία
δέντρο τών τροπικών χωρών τής Αμερικής και τής Ασίας
αρχ.
1. (για φωνή, για λόγο) αυτός που λέγεται από τον θεό, που ηχεί θεία, που έχει εμπνευστεί από τον θεό
2. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) θεσπεσίῃ
με θεία θέληση, με θεϊκή απόφαση
3. (το ουδ. ως επίρρ.) θεσπέσιον
θεσπεσίως.
επίρρ...
θεσπεσίως και -α (ΑΜ θεσπεσίως)
νεοελλ.
με θεσπέσιο τρόπο, έξοχα, περίφημα
αρχ.
ανέκφραστα, με υπερβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. θεσπέσιος< *θεσ-σπ-ετος είναι σύνθ. με α' συνθετικό θεσ-, βλ. θεο- (πρβλ. θέσ-κελος, θέσ-φατος) και β' συνθετικό *σπετός (βλ. ά-σπετος), δηλ. «αυτός που έχει κηρυχθεί από τον θεό, ο θεόπνευστος, ο θείος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεσπέσιος — divinely sounding masc nom sg θεσπέσιος divinely sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπέσιος — α, ο επίρρ. α υπέροχος, θαυμάσιος: Θεσπέσια μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεσπεσιώτερον — θεσπέσιος divinely sounding adverbial comp θεσπέσιος divinely sounding masc acc comp sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc comp sg θεσπέσιος divinely sounding masc acc comp sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσίω — θεσπέσιος divinely sounding masc/neut nom/voc/acc dual θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen sg (doric aeolic) θεσπέσιος divinely sounding masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεσπέσιος divinely sounding masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσίως — θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc acc pl (doric) θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπέσιον — θεσπέσιος divinely sounding masc acc sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc sg θεσπέσιος divinely sounding masc/fem acc sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσίων — θεσπέσιος divinely sounding fem gen pl θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen pl θεσπέσιος divinely sounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσιωτάτης — θεσπέσιος divinely sounding fem gen superl sg (attic epic ionic) θεσπέσιος divinely sounding fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσιωτάτου — θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen superl sg θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσιώτατος — θεσπέσιος divinely sounding masc nom superl sg θεσπέσιος divinely sounding masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”